- διουρητική θειαζίδη
- Τύπος διουρητικού που προκαλεί μέτρια αύξηση παραγωγής ούρων και είναι κατάλληλο για παρατεταμένη χρήση υπό την επίβλεψη γιατρού, για την αντιμετώπιση οιδημάτων και υπέρτασης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.